- περιμαζώνω
- Νπεριμαζεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμαζώνω — περιμάζωξα, περιμαζώχτηκα, περιμαζωμένος, βλ. περιμαζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιμάζωμα — το, Ν [περιμαζώνω] το περιμάζεμα … Dictionary of Greek